- σκυτοτομεῖν
- σκῡτοτομεῖν , σκυτοτομέωcut leatherpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκυλοδεψώ — έω, Α [σκυλοδέψης] είμαι σκυλοδέψης*, κατεργάζομαι δέρματα («ἢ σκυτοτομεῑν ἢ πλινθουργεῑν... ἢ σκυλοδεψεῑν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
σκυτοτομικός — ή, όν, Α [σκυτοτόμος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε σκυτοτόμο («τὸ σκυτοτομικὸν πλῆθος», Αριστοφ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σκυτοτομικός ο σκυτοτόμος («τὸν μὲν σκυτοτομικὸν φύσει ὀρθῶς ἔχειν σκυτοτομεῑν», Πλάτ.) 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ… … Dictionary of Greek